- κύδαζε
- κυδάζωrevilepres imperat act 2nd sgκυδάζωrevileimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδάζω — (Α) βρίζω («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη βαθμίδα *kud της ΙΕ ρίζας *keuәd «κραυγάζω, βρίζω, επιπλήττω», οπότε θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «βρίζω,… … Dictionary of Greek